Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επικλίνω

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

ἐπικλίνω (AM)
μσν.
επιδοκιμάζω, συγκατανεύω
αρχ.
1. προσδίδω επικλινή θέση
2. κατευθύνω σε κάτι
2. ενεργώ ώστε κάτι να πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση
3. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ακουμπώ
4. (για πόρτα) κλείνω
5. βρίσκομαι σε επικλινή θέση, έχω γύρει κάπου
6. παθ. ἐπικλίνομαι
κατακλίνομαι, πλαγιάζω
7. βρίσκομαι προς το μέρος κάποιου, εκτείνομαι κοντά («Σαλαμῖνος, τὰς ἐπικεκλιμένας ὄχθοις ἱεροῖς [της Αττικής]», Ευρ.)
8. παθ. ρέπω, τείνω προς κάτι («πρὸς τὰς Αἰγυπτίας ἡδονὰς ἐπικλίνεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλίνω «στηρίζομαι, κατακλίνω»].