εὐθυτράχηλος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A with a straight neck, of the bladder, Sor.1.18.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυτράχηλος: -ον, ἔχων εὐθὺν τράχηλον, Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 14, ἔκδ. Dietz.
Greek Monolingual
εὐθυτράχηλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσιο τράχηλο.