σπλαγχνοφάγος

Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A eating the σπλάγχνα, ἀετός Ps.-Plu.Fluv.5.3, cf. LXX Wi.12.5.

Greek (Liddell-Scott)

σπλαγχνοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐσθίων σπλάγχνα, ἀετὸς Ψευδο-Πλούτ. 2. 1153Α, πρβλ. Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΒ΄, 5).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange les entrailles.
Étymologie: σπλάγχνον, φαγεῖν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρώει σπλάγχνα, εντόσθια («ἀετὸς σπλαγχνοφάγος», Ψευδο-Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + -φάγος].

Russian (Dvoretsky)

σπλαγχνοφάγος: (φᾰ) поедающий внутренности (ἀετός Plut.).