σιτόλεθρος
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
English (LSJ)
ὁ,
A pest of corn, destruction of corn, Hdn.Epim.203.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτόλεθρος: ὁ, ὄλεθρος, καταστροφὴ τοῦ σίτου, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 203.
Greek Monolingual
ὁ, Α
καταστροφή τών σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ὄλεθρος «καταστροφή»].