ἀνότιστος

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνότιστος Medium diacritics: ἀνότιστος Low diacritics: ανότιστος Capitals: ΑΝΟΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anótistos Transliteration B: anotistos Transliteration C: anotistos Beta Code: a)no/tistos

English (LSJ)

ον,

   A free from moisture, dry, τόποι Dsc.1 Praef.9; κονιορτός Archig. ap. Orib.8.2.6.

German (Pape)

[Seite 242] unbenetzt, trocken, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνότιστος: -ον, ὁ μὴ νοτιζόμενος, μὴ ὑγραινόμενος, Διοσκ. 1. προοιμ.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene humedad, seco τόποι Dsc.praef.9, κονιορτός Archig. en Orib.8.2.6
que no necesita humedad de un tipo de trigo, Plu.2.915e.
2 ἀνότιστον· ἀθρήνητον Hsch.

Greek Monolingual

κ. ανότιγος, -η, -ο (Α ἀνότιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει νοτιστεί, δεν έχει υγρανθεί, στεγνός.