φωλίον
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
τό, Dim. of φωλεός,
A fox's hole, Paus.4.18.7.
German (Pape)
[Seite 1321] τό, dim. von φωλεός, eine kleine Höhle, ein Fuchsloch, Paus. 4, 18, 4.
Greek (Liddell-Scott)
φωλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ φωλεός, φωλεὰ ἀλώπεκος, ἡ ὀπὴ ἐν ᾗ διαμένει, Παυσ. 4. 18, 7.