ἀπράκτως
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
French (Bailly abrégé)
adv.
sans résultat, sans effet.
Étymologie: ἄπρακτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπράκτως: ничего не добившись, безуспешно Thuc. etc.
English (Woodhouse)
(see also: ἄπρακτος) without accomplishing anything