ἀνηκέστως
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sans remède, d’une façon incurable ; ἀνηκέστως λέγειν ESCHN parler sans s’arrêter;
2 avec cruauté, avec atrocité : ἀνηκέστως διατιθέναι HDT traiter avec barbarie.
Étymologie: ἀνήκεστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηκέστως:
1) немилосердно, жестоко (διατιθέναι Her.; χρῆσθαι τοῖς ἐχθροῖς Plut.);
2) безмерно, без умолку (λέγειν Aeschin.).