μεγαλοψύχως
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
French (Bailly abrégé)
adv.
avec magnanimité.
Étymologie: μεγαλόψυχος.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοψύχως: (ῡ) великодушно, щедро (μ. καὶ φιλανθρώπως Dem.; μ. καὶ βασιλικῶς Polyb.).
English (Woodhouse)
(see also: μεγαλόψυχος) nobly