νόμιμα
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek (Liddell-Scott)
νόμιμα: θεοῦ = δεκάλογος, Kaib ep. 72, 6· - ἄνευ νομίμων = ἀνόμως, ἀδίκως, HGH 122, 18.
English (Woodhouse)
(see also: νόμιμος) customs, funeral rites