νυκτιφρούρητος

Revision as of 15:11, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον,

   A watching by night, θράσος A.Pr.861.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτιφρούρητος: -ον, ὁ διὰ νυκτὸς φρουρῶν, φυλάττων, θράσος Αἰσχύλ. Πρ. 862.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait bonne garde la nuit.
Étymologie: νύξ, φρουρέω.

Greek Monolingual

νυκτιφρούρητος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη νύχτα («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φρουρῶ).

Greek Monotonic

νυκτιφρούρητος: -ον, αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτιφρούρητος: несущий ночную стражу (θράσος Aesch.).

Middle Liddell

νυκτι-φρούρητος, ον,
watching by night, Aesch.

English (Woodhouse)

protected by night