ἀνθρωποποιέω
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
A make, form man or men, Simp.in Cat.333.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποποιέω: ποιῶ ἢ σχηματίζω ἄνθρωπον ἢ ἀνθρώπους, Γρηγ. Ναζ.
Spanish (DGE)
crear hombresDios, Simp.in Cat.333.6, Gr.Nyss.Apoll.144.10.