μυλοεργής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A worked in a mill, ground, Nic.Al.550.
German (Pape)
[Seite 217] ές, auf der Mühle gearbeitet, gemahlen, Nic. Al. 550.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλοεργής: -ές, κατειργασμένος ἐν μύλῳ, ἀληλεσμένος, Νικ. Ἁλ. 563 (550).
Greek Monolingual
μυλοεργής, -ές (Α)
κατεργασμένος, αλεσμένος σε μύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργής].