Ἀμφιγυήεις
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ὁ, epith. of Hephaestus,
A with both feet crooked, lame, Il.1.607, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀμφιγυήεις: ὁ, ἐπίθ. τοῦ Ἡφαίστου, ὁ κατ’ ἀμφότερα τὰ σκέλη χωλός. Ἰλ. Α. 607, κτλ. (ἐκ τοῦ γυιὸς = χωλός, οὐχὶ ἐκ τοῦ γυῖον).
Greek Monotonic
Ἀμφιγυήεις: ὁ (γυιός), λέγεται για τον Ήφαιστο, αυτός που κουτσαίνει και στα δύο πόδια, ο χωλός, σε Ομήρ. Ιλ.