κυδάγχας
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
μάχας, λοιδορίας, and κυδαγχόμενα· λοιδορούμενα, Hsch.; cf.sq.
Greek Monolingual
κυδάγχας (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάχας
λοιδορίας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κυδάζω].