κυβερνῆτις
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
ιδος, fem. of κυβερνήτης, epith. of Isis, POxy.1380.69 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
κυβερνῆτις: -ιδος, θηλ. τοῦ κυβερνήτης, Ἕρμιππ. π. Ἀστρολογ. σ. 20 Bloch.
Greek Monolingual
κυβερνῆτις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. κυβερνήτης.