κυβερνῆτις
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ιδος, fem. of κυβερνήτης, epithet of Isis, POxy.1380.69 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
κυβερνῆτις: -ιδος, θηλ. τοῦ κυβερνήτης, Ἕρμιππ. π. Ἀστρολογ. σ. 20 Bloch.
Greek Monolingual
κυβερνῆτις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. κυβερνήτης.
German (Pape)
ιδος, ἡ, fem. zu κυβερνήτης, Sp.