κόρυξ
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Full diacritics: κόρυξ | Medium diacritics: κόρυξ | Low diacritics: κόρυξ | Capitals: ΚΟΡΥΞ |
Transliteration A: kóryx | Transliteration B: koryx | Transliteration C: koryks | Beta Code: ko/ruc |
νεανίσκος, Hsch.
κόρυξ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νεανίσκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλο παρ. του κόρος.