πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Full diacritics: σμημᾰτοθήκη | Medium diacritics: σμηματοθήκη | Low diacritics: σμηματοθήκη | Capitals: ΣΜΗΜΑΤΟΘΗΚΗ |
Transliteration A: smēmatothḗkē | Transliteration B: smēmatothēkē | Transliteration C: smimatothiki | Beta Code: smhmatoqh/kh |
ἡ,= σμηματοδοκίς, Id.
A s.v. ῥύμμα.
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + θήκη.