συριστική
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Full diacritics: σῡριστική | Medium diacritics: συριστική | Low diacritics: συριστική | Capitals: ΣΥΡΙΣΤΙΚΗ |
Transliteration A: syristikḗ | Transliteration B: syristikē | Transliteration C: syristiki | Beta Code: suristikh/ |
(sc. τέχνη), ἡ,
A the art of piping, Sch.D.T.p.111 H.
σῡριστική: (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ, ἡ τέχνη τοῦ συρίζειν, παίζειν τὴν σύριγγα, Α. Β. 653.
ἡ, Α συρίζω (Ι)]
(ενν. τέχνη) η τέχνη του να παίζει κανείς τη σύριγγα.