ἁμιλλητήριος

Revision as of 21:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

α, ον,

   A of contest, ἵππος Philostr.VA 2.11, Gym.26; ἅρμα Aristid.Or.37(2).15; ἀγῶνες Men.Prot.p.1 D.:— τὸ ἁ. place of contest, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμιλλητήριος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἀγῶνα, ἀγωνιστικός, Πολυδ. 1. 181· τὸ ἁμιλλητήριον, «τόπος ἐν ᾧ ἁμιλλῶντα», Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I 1de carrera, de competición, ἅρμα Aristid.Or.37.15, ἵππος Philostr.Gym.26, VA 2.11, Poll.1.181, τῶν ἵππων ἀγῶνες Men.Prot.p.1., Hsch.
2 vehemente, agresivo λόγοι Hsch., Phot.p.92R.
II subst. τὸ ἀ.
1 plu. competiciones (quizá musicales) Milet 1(3).133.14 (Mileto V a.C.).
2 sg. estadio, lugar en que se compite Sud.

Greek Monolingual

ἁμιλλητήριος, -α, -ον (AM) ἁμιλλητήρ
αυτός που είναι σχετικός με την άμιλλα ή ρέπει προς την άμιλλα, ο αγωνιστικός
2. φιλόνικος, εριστικός.