ὑπομόχθηρος

From LSJ
Revision as of 21:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομόχθηρος Medium diacritics: ὑπομόχθηρος Low diacritics: υπομόχθηρος Capitals: ΥΠΟΜΟΧΘΗΡΟΣ
Transliteration A: hypomóchthēros Transliteration B: hypomochthēros Transliteration C: ypomochthiros Beta Code: u(pomo/xqhros

English (LSJ)

ον,

   A baddish, rather hard, Com.Adesp.476; ἔριον Philostr.Im.2.28; of a word, Poll.2.109.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομόχθηρος: -ον, ἀρκούντως μοχθηρός, τουτὶ μὲν ὑπομόχθηρον, ἄλλο μοι λέγε Ἀνώνυμ. Κωμικ. ποιητ. ἐν Λουκ. Διῒ Τραγῳδ. 38 (Κωμικ. Ἀνώνυμ. 202)· «ὑπομόχθηρος, ὁ ἀθυρόγλωσσος παρ’ Εὐριπίδῃ» Πολυδ. Β΄, 109.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu méchant.
Étymologie: ὑπό, μοχθηρός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομόχθηρος: плоховатый, неважный Luc.