θέρμασσα

Revision as of 08:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,= κάμινος, Hdn.Gr.1.267.

German (Pape)

[Seite 1201] ἡ κάμινος, Arcad. 97.

Greek Monolingual

θέρμασσα, ἡ (Α)
κάμινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οπωσδήποτε η λ. συνδέεται με το θερμός, αλλά ο σχηματισμός της είναι άγνωστος. Υπετέθη ότι πρόκειται για θηλ. μτχ. του ρ. θέρμω ή ότι θέρμασσα < θερμακ-ία].