λαιθαρύζειν
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
λαμυρῶσαι, διαπράξασθαι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
λαιθαρύζειν: «λαμυρῶσαι. διαπράξασθαι» Ἡσύχ.
Frisk Etymological English
Meaning: λαμυρῶσαι, διαπράξασθαι H.
See also: s. λάτραβός