μεμαίκυλον

From LSJ
Revision as of 09:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμαίκυλον Medium diacritics: μεμαίκυλον Low diacritics: μεμαίκυλον Capitals: ΜΕΜΑΙΚΥΛΟΝ
Transliteration A: memaíkylon Transliteration B: memaikylon Transliteration C: memaikylon Beta Code: memai/kulon

English (LSJ)

   A v. μιμαίκυλον. μεμαῖνα· ἀληλλιμένα, Hsch. μεμακυῖα, v. μηκάομαι. μεμαλισμένους· μεμαλαγμένους, ἢ παραφρονοῦντας, μαινομένους, Id. μεμάποιεν, μέμαρπον, v. μάρπτω. μεμβλάσαι· συνδῆσαι, Id. μέμβλεται, μέμβλετο, v. μέλω. μέμβλωκα, v. βλώσκω. μεμβλώντων· τυχόντων, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μεμαίκυλον: ἴδε ἐν λέξ. μιμαίκυλον.

Greek Monolingual

μεμαίκυλον, τὸ (Α)
βλ. μιμαίκυλον.