νεόχρηστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, dub. in Diotog. ap. Stob.4.1.96 (leg. νεόθρεπτα).
Greek (Liddell-Scott)
νεόχρηστος: -ον, ἀμφίβολος λέξις ἐν Διωτογ. παρὰ Στοβ. 251. 28, ἔνθα ἡ ἔννοια ἀπαιτεῖ λέξιν σημαίνουσαν νέον, τρυφερόν.
Greek Monolingual
νεόχρηστος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα ή αυτός που χρησιμοποιείται από νέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + χρηστός (< θ. χρησ- του χρῶμαι, πρβλ. αόρ. ἐ-χρησ-άμην), πρβλ. εύ-χρηστος].