φονεύτρια
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ἡ, fem. of φονευτής,
A murderess, Sch.E.Or.260.
German (Pape)
[Seite 1298] ἡ, fem. zu φονευτής, Mörderinn, Schol. Eur. Or. 261 u. a. Sp.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. φονευτής.