ψήφινος

Revision as of 13:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, perh.

   A made of marble, λίθινος ἢ ψ. μυροθήκη as expl. of ἀλάβαστρον, AB374: ἀλάβαστρον· μυροθήκη λίθος ψήφινος, Hsch. (λίθινος ἢ ψ. Cyr.): ἀπὸ Ἁρποκράτου ψηφίνου from a marble (statue of) Harpocrates, PMag.Par.1.1074.

German (Pape)

[Seite 1397] von Steinchen gemacht, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ψήφῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων φυσικὴν σύστασιν ψήφου ἢ λιθαρίου, λίθος Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλάβαστρον.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
ψηφιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + κατάλ. -ινος (πρβλ. γή-ινος)).