ψηφιδωτός

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. κατασκευασμένος με ψηφίδες, μωσαϊκός
2. το ουδ. ως ουσ. το ψηφιδωτό
παράσταση σε δάπεδο ή σε τοίχο ή σε οροφή, με τη συναρμολόγηση και τη συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων, αλλ. ψηφοθέτημα ή μωσαϊκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + κατάλ. -ωτός (πρβλ. ορκωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο].