ἀνθυπάρχω

From LSJ
Revision as of 14:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυπάρχω Medium diacritics: ἀνθυπάρχω Low diacritics: ανθυπάρχω Capitals: ΑΝΘΥΠΑΡΧΩ
Transliteration A: anthypárchō Transliteration B: anthyparchō Transliteration C: anthyparcho Beta Code: a)nqupa/rxw

English (LSJ)

   A to be set over against, of ἀντίστοιχα, Stoic. ap. Plu.2.960b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπάρχω: ἔχω ἐναντίαν ὕπαρξιν, οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Πλούτ. 2. 960Β.

Spanish (DGE)

oponerse a su vez τῷ λογικῷ ... τὸ ἄλογον ἀντικεῖσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν Plu.2.960c.

Greek Monolingual

ἀνθυπάρχω (Α)
έχω αντίθετη ύπαρξη, αντίκειμαι (όρος της στωικής φιλοσοφίας που απαντά στον Πλούταρχο) («οὕτως ὑπάρχοντι τῷ λογικῷ χρῆναι τὸ ἄλογον ἀντικεῑσθαι καὶ ἀνθυπάρχειν»).

Russian (Dvoretsky)

ἀνθυπάρχω: (у стоиков) быть противоположным, противостоять (τινί Plut.).