ἐξελάαν
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
Ep. pres. inf. of ἐξελαύνω: ἐξελᾶν, Att. fut. inf.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελάαν: Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ ἐξελαύνω: ἐξελᾶν ἀπαρέμ. τοῦ Ἀττ. μέλλ.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. épq. de ἐξελάω.
Greek Monotonic
ἐξελάαν: Επικ. απαρ. ενεστ. του ἐξελαύνω· ἐξελᾶν, Αττ. απαρ. μέλ. του ίδιου.
Russian (Dvoretsky)
ἐξελάαν: эп. inf. к ἐξελάω.