ὀλύρινος

From LSJ
Revision as of 17:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῡρινος Medium diacritics: ὀλύρινος Low diacritics: ολύρινος Capitals: ΟΛΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: olýrinos Transliteration B: olyrinos Transliteration C: olyrinos Beta Code: o)lu/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of ὄλυρα, πυρὸς ὀλύρινος wheat mixed with ὄλυρα, PSI5.537.6 (iii B. C.) ; made of ὄλυρα, ἄρτος Gal.6.504.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλύρῐνος: -η, -ον, ἐξ ὀλύρας, Γαλην. VI, 316Ε.

Greek Monolingual

ὀλύρινος, -η, -ον (Α) όλυρα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα
2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («ἄρτος ὀλύρινος», Γαλ.).