ὀψιαίτερος
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.
Greek Monotonic
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.
Russian (Dvoretsky)
ὀψιαίτερος: compar. к ὄφιος.