μόρτος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
μόρτος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέλας, φαιός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μορύσσω].
Meaning: μέλας, φαιός H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: DELG compares μορύσσω refers to Pok. 734.