Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
μόρτος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέλας, φαιός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μορύσσω].
Meaning: μέλας, φαιός H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: DELG compares μορύσσω refers to Pok. 734.