κοσμητήριον
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
τό,
A dressin groom, changing room, locker room, changeroom, Paus.2.7.5. II = κόσμητρον, Hsch.s.v. κάλλυντρα.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμητήριον: τό, δωμάτιον τοῦ ἱματισμοῦ, τῆς ἐνδύσεως καὶ τοῦ καλλωπισμοῦ, καλλυντήριον, Παυσ. 2. 7, 5. ΙΙ. = κόσμητρον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κοσμητήριον, τὸ (Α) κοσμώ
θήκη αγαλμάτων που προσάγονταν στους μύστες κατά την τέλεση τών μυστηρίων.