λεξικογράφος

From LSJ
Revision as of 15:12, 30 September 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ὁ</b>" to "ᾰ], ὁ")

ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεξῐκογράφος Medium diacritics: λεξικογράφος Low diacritics: λεξικογράφος Capitals: ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: lexikográphos Transliteration B: lexikographos Transliteration C: leksikografos Beta Code: lecikogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A lexicographer, EM 221.33.

German (Pape)

[Seite 28] ein Wörterbuch schreibend, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

λεξῐκογράφος: -ον, ὁ γράφων λεξικόν, Ἐτυμ. Μέγ. 221. 33.

Greek Monolingual

ο, η (Α λεξικογράφος, ὁ)
αυτός που ασχολείται με τη σύνταξη λεξικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικόν + -γράφος].