εταιρώ

From LSJ
Revision as of 18:20, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2

Greek Monolingual

ἑταιρῶ, -έω (Α) εταίρος
1. κάνω παρέα με κάποιον
2. (για μικρά αγόρια ή κορίτσια) επιδίδομαι με πληρωμή σε ασελγείς πράξεις, ζω βίο πορνικό, έχω εραστή («οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος», Αισχίν.)
3. φρ. «φιλία ἑταιροῡσα» — ψευδής, επίπλαστη ή πορνική φιλία
4. μέσ. ἑταιοῦμαι
(για γυναίκες και άντρες) πορνεύομαι.