θωρακίτης

Revision as of 16:50, 30 November 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>" to "ῑ], ου, ὁ")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A soldier with breast-armour only, Plb.10.29.6, al.:—fem. θωρᾱκ-ῖτις, as Adj., ζώνη cuirass-belt, prob. in PPetr.3p.12 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1230] ὁ, der Gepanzerte, Pol. 10, 29, 6 u. öfter.

Greek Monolingual

ο (Α θωρακίτης, ό, θηλ. θωρακῑτις, -ίτιδος)
νεοελλ.
ναύτης ή δίοπος της ειδικότητας τών αρμενιστών, ειδικός στο να χειρίζεται τα άρμενα, ο οποίος ανέβαινε κατά τους χειρισμούς στα θωράκια, αρμενιστής
αρχ.
1. στρατιώτης οπλισμένος μόνο με θώρακα, θωρακοφόρος
2. (πάπ., το θηλ. ως επίθ.)
θωρακῑτις
αυτή που ανήκει στον θώρακα («θωρακῑτις ζώνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ. Με τη νεοελλ. σημ. της η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. gabier) και μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγων Ναυτικόν].

Russian (Dvoretsky)

θωρᾱκίτης: ου (ῑ) ὁ воин в броне Polyb.