baffling
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English > Greek (Woodhouse)
adjective
hard to unravel: P. and V . ἀσαφής, ἄδηλος, V. δυσεύρετος, δυστέκμαρτος, ἄσημος, ἀξύμβλητος, ἄσκοπος; see obscure.