Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Ar. and P. ἀλαζών, P. κομπώδης (Thuc.), V. ὑπέρφρων, ὑψήγορος, στόμαργος, γαῦρος; see boastful.
(Of words), etc.: P. and V. ὑψηλός, P. ὑπέρκοπος.