κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
P. and V. δεινός, φοβερός, φρικώδης (Dem. 644), V. δύσχιμος, ἔμφοβος.
suffer some dire calamity: P. ἀνήκεστόν τι πάσχειν.
dīrē, cruellement : Sen. Thyest. 315.