enslavement
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. δούλωσις, ἡ, καταδούλωσις, ἡ, ἀνδραποδισμός, ὁ.
subjugation: P. καταστροφή, ἡ.