κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
P. κύημα, τό, V. κῦμα, τό.
foetus: v. fetus.
foetus, s. 1. fētus.
βρέφος, κύημα, κῦμα