perish
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
be destroyed: διαφθείρεσθαι, φθείρεσθαι, ἀπόλλυσθαι, ἐξόλλυσθαι, διόλλυσθαι, φθίνειν (Plato), οἴχεσθαι (rare P.), ἀναλίσκεσθαι, ἐξαναλίσκεσθαι, V. ἀποφθίνειν, καταφθίνειν.
die: Ar. and P. ἀποθνήσκειν, P. and V. τελευτᾶν, ἀπαλλάσσεσθαι (with or without βίου), ἐκλείπω βίον, ἐκλείπειν βίον (βίον sometimes omitted in P.), V. θνήσκειν (rarely Ar.), κατθανεῖν (2nd aor. καταθνήσκειν) (rarely Ar.); see die.