postulate
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
subs.
P. ὁμολόγημα, τό.
v. trans.
assume: P. ὑποτίθεσθαι, ὑπολαμβάνειν, τιθέναι (or mid).