γαλλικός

From LSJ
Revision as of 17:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλλικός Medium diacritics: γαλλικός Low diacritics: γαλλικός Capitals: ΓΑΛΛΙΚΟΣ
Transliteration A: gallikós Transliteration B: gallikos Transliteration C: gallikos Beta Code: galliko/s

English (LSJ)

ή, όν, perh.    A gelded, POxy.1836 (v/vi A. D.).

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλλία
2. το θηλ. Γαλλική (και το ουδ. πληθ.) τα Γαλλικά ως ουσ.
η γαλλική γλώσσα.