γλεύκινος

Revision as of 17:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

η, ον,    A made with γλεῦκος as a vehicle, μύρον, a special kind of confection or oil, Dsc.1.57, Androm. ap.Gal.13.1039, Aët.12.55; also γ. ἔλαιον Colum.12.53, Plin.HN23.46.    2 partly fermented, οἶνος Gal.UP4.3.

Greek (Liddell-Scott)

γλεύκινος: -η, -ον, ὁ ἐκ γλεύκους, ἤτοι «μούστου», πεποιημένος, μύρον Διοσκ. 1. 67.

Spanish (DGE)

-η, -ον
hecho con una mezcla de mosto y aceite ὁ οἶνος ὁ γ. prob. mosto o vino a medio fermentar Gal.3.270
oleum gleucinum, cocción de aceite y mosto Colum.12.53, Plin.HN 15.29, 23.91, γ. ἔλαιον Aët.12.55 (p.94)
subst. τό γ. n. de un preparado con aceite Androm. en Gal.13.1039, Dsc.1.57, Cyran.4.76.3.

Greek Monolingual

γλεύκινος, -η, -ον (Α) γλεύκος
1. ο παρασκευασμένος από γλεύκος («γλεύκινον μύρον»)
2. (για κρασί) αυτό που δεν έχει υποστεί ακόμη ζύμωση
3. το ουδ. ως ουσ. είδος αλοιφής.

Russian (Dvoretsky)

γλεύκινος: досл. приготовленный из сусла, перен. не подвергшийся брожению, не перебродивший (ἔλαιον Col., Plin.).