γονορρυής
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
ές, A = γονορροϊκός, LXX Le.15.4, al., Ph.1.88.
Greek (Liddell-Scott)
γονορρῠής: -ές, = γονόρροιος, Ἑβδ.
Spanish (DGE)
-ές
que padece gonorrea, ἄνθρωπος LXX Le.22.4, cf. Nu.5.2
•subst. ὁ γ. enfermo de gonorrea LXX Le.15.4, 6, Ph.1.88, Clem.Al.Strom.2.14.61, Hsch.γ 817.
Greek Monolingual
γονορρυής, -ές (Α)
ο γονορροϊκός.