γονορροϊκός
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
γονορροϊκή, γονορροϊκόν, suffering from or subject to, Antyll. ap. Orib.6.22.3, J.BJ6.9.3 (v.l. -οιοις); πάθος Ruf.Sat.Gon. 15.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): -ρροιϊκός I.BI 6.426
medic.
1 de gonorrea πάθος Ruf.Sat.Gon.15, cf. Firm.7.23.18.
2 subst. ὁ γ. enfermo de gonorrea I.l.c., Antyll. en Orib.6.22.3.
Greek (Liddell-Scott)
γονορροϊκός: ή, όν,= τῷ ἑπομ., Medic. Matth. σ. 112.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α γονορροϊκός, -ή, -όν)
αυτός που υποφέρει από γονόρροια
νεοελλ.
ο σχετικός με τη γονόρροια.